- ὑπεροψίας
- ὑπεροψίᾱς , ὑπεροψίαcontemptfem acc plὑπεροψίᾱς , ὑπεροψίαcontemptfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπεροψία — η / ὑπεροψία, ΝΜΑ [ὑπέροπτος (Ι)] η ιδιότητα τού υπερόπτη, έπαρση, αλαζονεία, οίηση, ξιπασιά (α. «η υπεροψία του δεν έχει όρια» β. «δόξαν εἰληφὼς ὑπεροψίας», Πλούτ.) αρχ. 1. περιφρόνηση, καταφρόνια («ὑπεροψίας τῶν συμμάχων», Ισοκρ.) 2. (με θετ.… … Dictionary of Greek
боуявыи — БОУ˫АВЫИ (5*) пр. 1.Высокомерный, надменный, утонченный: оуношѣ тѩгости тъщеѣ и моудростьноѣ не имоуще с шатание(м) живоуть, и ѡбразъ хожени˫а и лица ихъ боу˫ава и ѡбиды испольнено (ὑπεροψίας) Пч к. XIV, 54 об.; Агаѳоурьсии моужи соуть боу˫ави и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
гърдостьныи — (5*) пр. 1. Непокорный, дерзкий. Перен.: тѣмъ ѹбо такова˫а стр(с)ть ѿ гордостьнаго смысла. мнѩщюсѩ быти что и възносѩщюсѩ на тѣхъ иже подъ рѹкою. ПНЧ 1296, 30. 2. Относящийся к гърдость во 2 знач.: въ брѣгъ гърдостьныи не въпадеть сѩ. аште и въ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… … Dictionary of Greek
Κιστερκιανοί — Μοναχικό τάγμα της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Η ονομασία προήλθε από τη Σιτό (λατ. Cistercium), περιοχή της ανατολικής Γαλλίας όπου ο αβάς της Μολέμ Ροβέρτος και μερικοί σύντροφοί του ίδρυσαν μία μονή, το 1098. Η κίνηση αυτή, στην οργάνωση της… … Dictionary of Greek
κόρδωμα — το, ατος 1. τέντωμα, τεζάρισμα. 2. τέντωμα του κεφαλιού προς τα πάνω ως εκδήλωση υπεροψίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)